κραναός

κραναός
Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αττικής, διάδοχος του Κέκροπα. Σύζυγός του ήταν η Πεδιάς με την οποία απέκτησε την Κρανάη, την Κραναίχμη και την Ατθίδα. Προς τιμήν της τελευταίας, μετά τον θάνατό της, ονόμασε τη χώρα του Ατθίδα ή Αττική. Σύμφωνα με μια παράδοση, ο Κ. είχε οριστεί κριτής κατά τη φιλονικία της Αθηνάς και του Ποσειδώνα για την κατοχή των Αθηνών. Εκθρονίστηκε από τον Αμφικτύωνα και εγκαταστάθηκε στον δήμο Λάμπτραι, όπου και πέθανε· το ταφικό μνημείο του υπήρχε έως την εποχή του Παυσανία (2ος αι. μ.Χ.). Οι Αθηναίοι τον τιμούσαν ως ήρωα και από αυτόν ονομάζονταν Κραναοί, η πόλη τους Κραναά πόλις και η ακρόπολη Κραναά.
* * *
κραναός, -ή, -όν, θηλ. και -ά (Α)
1. τραχύς, βραχώδης, πετρώδης («μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾱλος», Πίνδ.)
2. σκληρός («κραναὴ χέλυς», Οππ.)
3. αυτός που δαγκώνει, δηκτικός («κρανααὶ ἀκαλῆφαι», Αριστοφ.)
4. (το αρσ. ως κύριο όν.) μυθ. ὁ Κραναός
Αττικός ήρωας που έλαβε την εξουσία στην Αττική μετά τον Κέκροπα και βασίλευσε κατά την περίοδο τού κατακλυσμού που έγινε επί Δευκαλίωνος
5. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κραναοί
οι κάτοικοι τής Αττικής
6. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Κραναά
η Ακρόπολη τών Αθηνών
7. φρ. «Κραναά πόλις» ή, απλώς, «Κρανααί» — η Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κραναός — rocky masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραναός — rocky masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραναά — κραναός rocky neut nom/voc/acc pl κραναά̱ , κραναός rocky fem nom/voc/acc dual κραναά̱ , κραναός rocky fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραναῶν — κραναός rocky fem gen pl κραναός rocky masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραναόν — κραναός rocky masc acc sg κραναός rocky neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρανααῖς — κραναός rocky fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρανααί — κραναός rocky fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κραναοῖο — Κραναός rocky masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραναοῖο — κραναός rocky masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κραναοῖς — Κραναός rocky masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”